Η Μυθολογία είναι ο προθάλαμος της Ιστορίας
Τό εὐφημεῖν ἀεί εἰς ἀγαθόν ἄγει.


«Τι εστί Θεός; Άνθρωπος αθάνατος. Τι δε Άνθρωπος; Θεός θνητός.».
Ηράκλειτος

Σελίδες

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ-Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ
Πρὶν ὅμως νὰ εἰσέλθω εἰς τοιαύτην ἔρευναν, ὦ ἀγαπητοί, κρίνω ἀναγκαῖον νὰ ἐξιστορήσω, ἐν συντόμῳ, τοῦ παρόντος αἰῶνος τὴν ἑλληνικὴν ἀθλίαν κατάστασιν, τὴν ὁποίαν, ἀναγινώσκοντες οἱ μεταγενέστεροι ὁμογενεῖς μου, νὰ ἀναστενάξουν καὶ νὰ κλαύσουν, οἱ δὲ νῦν νὰ ἐξυπνήσουν μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν δουλικὴν ληθαργίαν, διὰ νὰ ἠμπορέσουν οἱ μέλλοντες νὰ τοὺς δοξάζωσι καὶ εὐχαριστῶσι μὲ τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης.

Ἡ ὀθωμανικὴ διοίκησις εἶναι τυραννική. Οἱ νόμοι των εἶναι ἀτελεῖς, σκληροὶ καὶ ὀλίγοι. Ἡ πρώτη διαταγὴ τῶν νόμων των εἶναι, νὰ νομίζουν τοὺς λόγους τοῦ τυράννου ὡς νόμους ἀπαραβάτους. Ἡ θρησκεία των συνίσταται εἰς τὸ νὰ δοξάζουν ἕνα θεόν, καὶ ὀλίγους προφήτας, ἐξ ὧν ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Μωάμεθ. Εἶναι ὅμως πλήρεις δεισιδαιμονιῶν καὶ πιστεύουσι πολλὰ γελοιώδη πράγματα [18]. Τὰ ἤθη των εἶναι βάρβαρα. Ὁ χαρακτήρ των σοβαρὸς καὶ ὑπερήφανος. Ἡ ἀμάθειά των ἄκρα καὶ γενική [19].

Ὁ τύραννος εἶναι πάντη ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε στοχασμὸν περὶ τῆς διοικήσεως, καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι· οἱ νόμοι των δέ, ἐπειδὴ τὸν ἀποθεώνοσι, διὰ τοῦτο δὲν τοῦ συγχωροῦσι νὰ λάβῃ γυναῖκα ὡς σύζυγον, ὡς πρᾶγμα οὐτιδανὸν πρὸς τὴν μεγαλειότητά του [20]. Ἐβγαίνει μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τὸ παλάτιόν του καὶ ὑπάγει νὰ προσκυνήσῃ τὸν κτίστην τοῦ Παντὸς εἰς τὸν ναόν του.

Αὐτός, δὲν εἶναι εἰς χρέος νὰ ἠξεύρῃ ἄλλο, εἰμὴ νὰ τρώγῃ, νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ στέκεται εἰς τὸ ἄλογον. Ὅσον μὲν διὰ τὰς ἐπιστήμας ἢ ξένας γλώσσας τοῦ εἶναι ἐμποδισμένη ἡ σπουδή των ἀπὸ τοὺς νόμους των, ἂν δὲ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν του γλῶσσαν δὲν ἤθελεν ἠξεύρει νὰ προφέρῃ εἰμὴ δέκα λέξεις, βέβαια ἤθελε τοῦ ἦτον ἀρκεταί, ὡσὰν ὁποὺ ποτὲ δὲν ἔχει χρείαν νὰ ὁμιλήσῃ, καὶ ὅταν ὁμιλῇ, μόνον προστάζει νὰ φονεύουν τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον. Ὁ λόγος του εἶναι νόμος ἀπαράβατος, καὶ οἱ σκλάβοι του νομίζουσι μεγαλείτερον ἁμάρτημα τὴν παρακοὴν πρὸς τὰ ἐντάλματά του, παρὰ ἐνεργοῦντες τα νὰ ἤθελαν ἐκτελέσει τὰς πλέον φοβερὰς ἀδικίας [21]. Ὅθεν, δὲν εὑρίσκεται οὔτε ἕνας, ὁποὺ νὰ ζῇ βέβαιος ὑπὸ τῆς δυναστείας του, δὲν λέγω διὰ μίαν ἡμέραν, ἀλλ᾿ οὔτε διὰ μίαν ὥραν [22].

Αὐτὸς προσέτι νομίζεται παρὰ τῶν ὀθωμανῶν ὡς καρδιογνώστης. Ὅθεν, εὐθὺς ὁποὺ τινὸς ἡ φυσιογνωμία δὲν ἤθελεν τοῦ ἀρέσει, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ ρίπτει τὴν κεφαλὴν χαμαί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, αὐτὸς καταδικάζει εἰς θάνατον ὅποιον θελήσῃ, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τοῦ ἀποκριθῇ. Τὸ «διατί;» εἶναι ἁμάρτημα τοιοῦτον ὡς πρὸς αὐτόν, ὁποὺ ἂν ἤθελεν ἔχει ἐκεῖνος ὁποὺ ἤθελε τὸ προφέρει δέκα ζωάς, βέβαια ἤθελε τοῦ δοθῶσι δέκα θάνατοι [23]. Δὲν εὑρίσκεται πρᾶγμα, ὁποὺ οἱ νόμοι νὰ ἐμποδίζουσι τοῦ τυράννου, ἐκτὸς τοῦ οἴνου. Ἀλλ᾿ αὐτός, ὁποὺ εἶναι συνηθισμένος νὰ μὴν ὑπακούῃ, ὅταν ἐνθυμῆται αὐτὸν τὸν ὁρισμὸν τοῦ Μωάμεθ, ἀδημονεῖ, καὶ ἀλλέως δὲν ξεθυμώνει, παρὰ χύνοντας τὸ αἷμα τινῶν ὑπηκόων. Τοιοῦτος, λοιπόν, ὑπάρχει, ὦ ἀγαπητοί μου, ὁ τῶν Ἑλλήνων τύραννος, καὶ βέβαια πολλὰ χειρότερος ἀπ᾿ ὅ,τι σᾶς τὸν ἐπερίγραψα, καθὼς ὅλοι σας τὸν γνωρίζετε.

Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἄγαλμα τῆς μωρίας ἐκλέγει ἕναν ἀπὸ τοὺς προειρημένους δούλους τῆς ἀσωτείας του, καὶ βέβαια τὸν χειρότερον, καὶ τὸν κηρύττει ἐπίτροπόν του, ἤτοι ἀντιβασιλέα, καὶ δίδοντάς του τὴν σφραγῖδα τῆς κυριότητος, ὅσα κάμῃ, εἶναι καλὰ καμωμένα. Ἰδοὺ ἄλλος τύραννος χείρων τοῦ πρώτου. Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ βαστᾶ εἰς τὰς μιαρὰς χεῖρας του τοὺς βαρυτάτους χαλινοὺς τῆς διοικήσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης, καὶ τόσα μιλλιούνια ὑπόκεινται εἰς τὴν θέλησιν ἑνὸς ἀμαθοῦς τέρατος, ὁποὺ γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς εἰς τὸν κόλπον τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀσωτείας, ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἄξιος νὰ διοικήσῃ, ἀλλ᾿ οὔτε ἄξιος ἤθελεν ἦτον νὰ εἶναι ὁ ὑποδεέστερος τῶν ὑπηκόων. Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ τὸν ὑπακούοσι!

Ἀκούσετε τώρα τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὸς διοικεῖ.

Ὁ πρῶτος, καὶ κυριώτερος, καὶ ἀπαράβατος νόμος εἶναι θέλησίς του. Ὅθεν, ἂν ἐξαιρέσωμεν μερικὰς ἐντολὰς τῆς θρησκείας των, κάθε ἄλλον νόμον ἀφανίζει τὸ κῦρος του. Ἡ ἀμάθειά του τὸν βιάζει νὰ ἐκλέξῃ ἕνα κριτήν, τοῦ ὁποίου δίδει τὸν τίτλον τοῦ Σοφωτάτου, ὁ ὁποῖος ἄλλο δὲν ἠξεύρει, εἰμὴ νὰ γράφῃ καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν γλῶσσαν του, μαζὶ μὲ μερικὰ κεφαλαιώδη προστάγματα τοῦ Μωάμεθ, ὁποὺ νὰ τὰ ἀκούσῃ τινάς, τοῦ ἐρεθίζουν γέλωτα. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐντάλματα ἀναφέρονται εἰς τὴν διατήρησιν τῆς θρησκείας καὶ μάλιστα εἰς τὴν διαφύλαξιν τῆς ἀμαθείας.
Ἡ ἀπόφασις αὐτοῦ τοῦ κριτοῦ εἶναι ἀναντίρρητος. Ὁ κῶδιξ τῶν τιμωριῶν του εἶναι βραχύτατος, καὶ δὲν περιέχει, εἰμὴ τρεῖς μόνον τιμωρίας – τὴν φυλακὴν λέγω, τὸ ράβδισμα, καὶ τὸν θάνατον, αἱ ὁποῖαι εἶναι πάντοτε ἑνωμέναι μὲ τὴν χρηματικὴν παιδείαν. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει καὶ ἀποφασίζει αὐτὸς ὁ μωροκριτής, εἶναι τόσον παιδαριώδης καὶ ἀνόητος, ὁποὺ δύο ψευδομάρτυρες καὶ ἕνας κακοῦργος, εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀφανίσουν τὸν πλέον ἐνάρετον πολίτην [24]. Ὁ δὲ κριτὴς καθημερινῶς πολιτεύεται, καὶ ἀποφασίζει τοιουτοτρόπως, οὔτε ποτὲ τὸν τύπτει τὸ συνειδὸς διὰ τοιαύτας ἀνομίας [25].

Διὰ τὴν φύλαξιν καὶ εὐταξίαν τῆς πόλεως, ὁ ἀντιβασιλεὺς δίδει ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἑνὸς δούλου του, νὰ κάμνῃ ὅ,τι τοῦ φανῇ εὔλογον. Αὐτός, μὴν ἠξεύροντας πῶς νὰ μεταχειρισθῇ τὸν καιρόν του, εἰς ἄλλο δὲν καταγίνεται, εἰμὴ εἰς τὸ νὰ γνωρίζῃ ὅλους τοὺς προδότας καὶ κακούργους τῆς πόλεως, καὶ νὰ ἐφευρίσκῃ τρόπους εἰς τὸ νὰ ἀδικῇ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον [26]. Ὅταν τινὰς ἤθελεν ἀποκριθῆ εἰς αὐτοὺς τὸν παραμικρὸν λόγον, εἶναι τὸ ἴδιον, ὡσὰν νὰ ἤθελεν ὑπογράψει τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου του, ἐπειδὴ εὐθὺς τὸν συκοφαντοῦσι, καὶ μὲ δύο ψευδομάρτυρας ἔμπροσθεν τοῦ κριτοῦ των βεβαιοῦσι, ὅτι τοὺς ὕβρισε τὴν θρησκείαν, καὶ παραχρῆμα τὸν θανατώνοσι [27]. Ἰδού, ἀγαπητοί μου, πῶς διοικεῖται τὴν σήμερον ἡ ὀθωμανικὴ δυναστεία. Διοίκησις, ὅσον τυραννική, τόσον εὔκολος, καὶ τοιαύτη, ὁποὺ δὲν ἠμπορεῖ τινὰς νὰ ὑποθέσῃ μίαν χειροτέραν ἀπὸ αὐτήν.

Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀντιβασιλεὺς ἐκλέγει πάντοτε ὅποιον θελήσῃ, τὰς περισσοτέρας φορὰς ὅμως δίδει αὐτὴν τὴν τιμήν, ἢ τοῦ μαγείρου του, ἢ τοῦ δούλου του, καὶ τὸν ψηφίζει κυβερνήτην καὶ ἀπόλυτον κύριον μιᾶς πόλεως τῆς ἐπικρατείας, εἰς τρόπον ὁποὺ κάθε πόλις τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας διοικεῖται ἀπὸ ἕνα μάγειρα ἢ ἕνα δοῦλον [28].

Ἡ ὀθωμανικὴ αὐλὴ δὲν φυλάττει μισθωτὰ στρατεύματα, καθὼς τὰ ἑτερογενῆ βασίλεια, ἐκτὸς ἀπ᾿ ὅσα διὰ τὴν κοινὴν εὐταξίαν ὑποθέτει ἀναγκαῖα εἰς τὴν βασιλεύουσαν. Ὅθεν, ὅταν τῆς χρειασθοῦν, αὐτοὶ οἱ κυβερνηταὶ τῶν διαφόρων πόλεων εἶναι εἰς χρέος, νὰ εὕρουν στρατιῶτας καὶ νὰ τοὺς πληρώσουν ἐξ ἰδίων των, ὁ καθεὶς κατ᾿ ἀναλογίαν τῆς ἐπικρατείας του.

Ἡ πενιχρότης τῆς καταστάσεως αὐτῶν τῶν κυβερνητῶν, πρὶν λάβωσι τὸ σκῆπτρον τῆς δυνάμεως, ἀρκετῶς μᾶς δηλοποιεῖ τὴν πτωχείαν των, καὶ τὰς περισσοτέρας φοράς, ὅταν πηγαίνουν εἰς τὰς ἐπικρατείας των, εὑρίσκονται καταχρεωμένοι, διὰ τὰ χαρίσματα ὁποὺ εἶναι βιασμένοι νὰ κάμνωσι, καὶ διὰ τὴν ἄκραν πολυτέλειαν, ὁποὺ φυλάττουσι. Εὐθύς, λοιπόν, ὁποὺ λαμβάνει τὸ σκῆπτρον τῆς κυριότητος κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, εἰσέρχεται εἰς ἐκείνην τὴν πόλιν, καὶ πρῶτος του στοχασμὸς εἶναι νὰ ἁρπάσῃ ὅσα περισσότερα ἠμπορέσῃ, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος του καὶ νὰ πλουτίσῃ [29]. Ἀλλὰ μὲ ποῖον τρόπον ἆρα γε πλουτίζει; Ἔ, πολλὰ εὔκολος εἶναι δι᾿ αὐτόν. Εὐθύς, ὁποὺ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, κράζει τοὺς πλουσιωτέρους πολίτας, καὶ τοὺς λέγει, ὅτι ὁ βασιλεύς των ἔχει χρείαν ἀπὸ στρατεύματα, καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι εἰς χρέος νὰ προβλέψῃ ἀναλόγως εἰς τὴν δύναμίν του. Ὅθεν, ἐξακολουθεῖ, τοῦ εἶναι ἀναγκαία τόση ποσότης χρημάτων, καὶ ὅτι εἰς δύο ἡμέρας νὰ τοῦ τὴν φέρωσι, ἀλλέως θέλουσι τιμωρηθῆ μὲ τὸν θάνατον.

Οἱ ταλαίπωροι χριστιανοί, ἂν ἀγαπῶσι τὴν ζωήν των, πρέπει νὰ ἑτοιμάσωσι καὶ πρωτύτερα καὶ περισσοτέραν τὴν ζητηθεῖσαν ποσότητα, ἂν δὲ κανένας ἀποκοτήσῃ νὰ εἰπῇ τὸ ὄχι, εὐθὺς θανατοῦται. Ἔπειτα προστάζει αὐτοὺς τοὺς ἰδίους, νὰ τοῦ ἑτοιμάζωσι, καθ᾿ ἑκάστην, τόσην ποσότητα ἀπὸ κάθε εἶδος ζωοτροφίας, δι᾿ ὅσους ἔχει μαζί του καὶ διὰ φορέματά των ὁμοίως, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα οἱ ὑπ᾿ αὐτοῦ μικροὶ τύραννοι ἁρπάζουσι καὶ κλέπτουσι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους [30] καὶ οὕτως, εἰς ὀλίγον καιρόν, πλουτίζει μὲ χωρὶς δυσκολίαν οὔτε κίνδυνον.

Παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστην νὰ μὴν θαυμάσῃ διὰ τὴν τοιαύτην διήγησιν. Ἐγὼ τὴν ἔγραψα, ὄχι πὼς δὲν ἠξεύρω, ὅτι εἶναι πασίδηλος τοῖς ὁμογενέσι μου Ἕλλησι, ἀλλ᾿ ἂν κατὰ τύχην τὸ παρὸν βιβλιάριον ἐκπέσῃ εἰς τὴν ὄψιν τινῶν, ὁποὺ ἔχουσι τὴν αὐθάδειαν νὰ ὁμολογοῦσι, ὅτι σχεδὸν σχεδὸν τοὺς ἀρέσκει ἡ ὀθωμανικὴ διοίκησις, νὰ καταλάβουν, ἂν εἶναι δυνατόν, μίαν φορὰν τὸ λάθος των, καὶ νὰ τρομάξουν εἰς τὴν ἀναισθησίαν των.
***
Τώρα, ἀγαπητοί μου, ὁποὺ ἐδιηγήθην τὸν ἀνυπόφορον τρόπον τῆς διοικήσεως τῶν τυράννων τῆς Ἑλλάδος, ὄχι βέβαια ὅσον ἔπρεπε διεξοδικῶς, ἀλλ᾿ ὅσον τὸ παρὸν θέμα καὶ ὁ σκοπός μου τὸ ἐσυγχώρησε, τώρα, λέγω, ὁποὺ ἡ μόνη διήγησις, ἀρκετῶς μᾶς ἀπέδειξε, πόσον εἶναι ὁ αὐτὸς τρόπος τυραννικὸς καὶ ἀνυπόφορος, μὲ τὴν αὐτὴν συντομίαν θέλω σᾶς ἐνθυμίσει μὲ πόσην στενοχωρίαν οἱ ταλαίπωροι Ἕλληνες ἀναπληροῦσι εἰς τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, καὶ πόσα βάρη ὑποφέρουσι. Μετὰ ταῦτα δὲ θέλω ἐρευνήσει τὰς αἰτίας τῆς μέχρι τοῦδε ἀναιδεστάτης μας ὑπομονῆς.

Διὰ περισσοτέραν σαφήνειαν ὅμως κρίνω ἀναγκαῖον νὰ ὁμιλήσω πρῶτον περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν τυράννων αὐτῶν. Ἀλλ᾿ ἐπειδή, ὦ ἀγαπητοί μου, τὰ περιστατικὰ μ᾿ ἐμπόδισαν ἀπὸ τὸ νὰ ἐκτελέσω τὴν θέλησίν μου, καὶ νὰ περιδιαβάσω τὴν Ἑλλάδα καὶ ὅλην την ὀθωμανικὴν ἐπικράτειαν, διὰ νὰ ἐπαριθμήσω μόνος μου καὶ καθὼς πρέπει, τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας, διὰ τοῦτο συντρέχω εἰς τοὺς πλέον νέους καὶ πλέον ἀξιοπίστους γεωγράφους, νὰ ἀντλήσω κἂν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐκεῖνο, ὁποὺ μόνος μου δὲν ἐδυνήθην νὰ ἀπολαύσω.

Ἀφοῦ, λοιπόν, μὲ ἄκραν ἐπιμέλειαν ἐξέτασα πολλοὺς συγγραφεῖς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν συμφωνοῦσιν ἀλλήλων των, καὶ σχεδὸν ὅλοι ἐκτείνονται εἰς περιττολογίας καὶ ἀφήνουσι εἰς σκότος τὰ ἀναγκαιότερα πράγματα τῆς γεωγραφίας, εὗρον δι᾿ ἀληθεστέραν ἢ πλησιεστέραν εἰς τὴν ἀλήθειαν τὴν ἐπακόλουθον ἐπαρίθμησιν, εἰς τὴν ὁποίαν, βέβαια, οὔτε ἐγὼ δὲν τολμῶ νὰ καταπεισθῶ μὲ ἀναμφιβολίαν, ἀλλ᾿ οὔτε ἀπίστευτος καθόλου μοῦ φαίνεται. Ὅθεν, ἐγὼ μὲν τὴν ἐκθέτω, ὅποιος δὲ εἶναι βεβαιότερος, ἂς τὴν διορθώσῃ, καὶ θέλω τοῦ μείνει εὐχάριστος.
***
Τὸ ὀθωμανικὸν βασίλειον εἰς τὴν Εὐρώπην διαιρεῖται εἰς τὰς ἀκολούθους δεκατρεῖς ἐπαρχίας, δηλαδὴ Βλαχίαν, Μολδαβίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μπόσναν, Δαλματίαν, Ἀλβανίαν, Ἤπειρον, Θεσσαλίαν, Λειβαδίαν, Πελοπόννησον, Μακεδονίαν καὶ Ρούμελην. Οἱ κάτοικοι δὲ εἶναι σχεδὸν δέκα ὀκτὼ μιλλιούνια, μαζί μὲ τοὺς νησιώτας τοῦ Ἀρχιπελάγους. Οἱ δὲ χριστιανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ὀθωμανούς, εἶναι ὡς τὸ 115 πρὸς τὸ 29. Διὰ τοὺς ξένους, ὁποὺ κατοικοῦσι εἰς τὴν ὀθωμανικὴν ἐπικράτειαν, καὶ ἀλλογενεῖς, ὄντες κατὰ πολλὰ ὀλίγοι, δὲν τοὺς ἀναφέρω [31]. Τόσον πλῆθος Ἑλλήνων, ὦ ἀγαπητοί, πῶς ἆρα γε νὰ ζῇ; Αὐτὸ λοιπόν, θέλω ἐξετάσει τώρα καὶ ἀκούσετε.

Ἂς ὑποθέσωμεν, διὰ τὸ εὐκολώτερον, τοὺς κατοίκους τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους εἰς τὴν Εὐρώπην ὣς 100. Ἀναλόγως, λοιπόν, εἰς τὴν εἰρημένην ἐπαρίθμησιν, οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι ὣς 80, καὶ οἱ ὀθωμανοὶ ὣς 20. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἑκατόν, εἰς μὲν τὰς πόλεις [32] μόλις εὑρίσκονται τὰ 3/10, οἱ δὲ λοιποὶ κατοικοῦσιν εἰς τὰ χωρία [33]. Ἐκ τῶν ὀθωμανῶν οὖν οἱ περισσότεροι ζῶσιν ἀπὸ χρονικὰ εἰσοδήματα, ὁποὺ συναθροίζουσιν ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ὑποστατικῶν των, οἱ δὲ λοιποὶ διὰ τοῦ ἐμπορίου καὶ τεχνῶν, ὡς πάντως ἀσύδοτοι, κερδίζουσιν ἀρκετῶς, καὶ ζῶσιν κάλλιστα. Ἀλλ᾿ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος, φεῦ! οἱ γλυκύτατοί μου ὁμογενεῖς καὶ ὁμόθρησκοι, εἶναι τὴν σήμερον τὸ πλέον θλιβερὸν θέαμα εἰς τὸ θέατρον τοῦ κόσμου.

Ἀρχινῶντας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γεωργούς, ἤτοι χωριάτας, φρίττει τὸ πνεῦμα μου, εἰς τὸ νὰ διηγηθῶ τὴν ζωήν τους. Αὐτοὶ οἱ τάλανες, ἀφοῦ κοπιάσουν δι᾿ ὅλον τὸν χρόνον καὶ ὑποφέρουν ἀνεκδιήγητα βάσανα, ποτὲ δὲν τοὺς περισσεύει ὁ καρπὸς τῶν ἱδρώτων των, διὰ νὰ ἀναπαυθῶσιν οὔτε μίαν ἡμέραν, καὶ σχεδὸν πάντοτε εὑρίσκονται στενοχωρημένοι νὰ πωλῶσι μέρος ἀπὸ τὰ φορέματά των, διὰ νὰ ζωοτρέφωνται.

Τόσα μεγάλα εἶναι τὰ βάρη, ὁποὺ ὑποφέρουσι, καὶ τόσον μιαρὰ ἡ ψυχὴ τῶν ὀθωμανῶν [34]. Ὁ τρόπος δὲ τῆς συμφωνίας των μετὰ τῶν κυρίων τῶν ὑποστατικῶν, ἐκτὸς ὁποὺ εἶναι τυραννικώτατος, εἶναι, πρὸς τούτοις, καὶ ἀκατάστατος καὶ ἄνομος [35]. Πῶς οὖν ζῶσι; Ἔ! ἀδελφοί μου, φίλτατοί μου Ἕλληνες, ἐσεῖς τὸ ἠξεύρετε, χωρὶς νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ. Οἱ γεωργοί, ἡ σεβασμιωτέρα κλάσις μιᾶς πολιτείας, ὁ σταθερώτερος στῦλος τῆς πολιτικῆς εὐτυχίας, ζῇ χειρότερα ἀπὸ τὰ ἴδια ζῶα. Βέβαια, ὁ πλούσιος ὀθωμανὸς τρέφει τὰ ἄλογά του μὲ πολλὰ καλλιότερα φαγητὰ ἀπὸ ἐκεῖνα, ὁποὺ φυλάττουσιν εἰς τὴν ζωὴν καὶ εἰς τὰς θλίψεις τὸν ἀθῶον καὶ δίκαιον χωριάτην.

Ἀλλά, μήπως τελειώνει εἰς αὐτὰ μόνον ἡ δυστυχία του; Αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος πρέπει πρὸς τούτοις – ὦ ἐντροπὴ ἀνυπόφορος! – πρέπει, λέγω, νὰ χορτάσῃ τὴν λύσσαν καὶ τοῦ ληστοῦ τῆς ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ὡς κατωτέρω ρηθήσεται, εἰς τρόπον ὁποὺ οἱ χωριάτες, ἐξαιρῶντας ἐκείνους τοὺς προδότας καὶ κακοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ μὴν διψήσωσι, πίουσι τὸ αἷμα τῶν συναδελφῶν των, καὶ ἀποκαθίστανται συνεργοὶ τῶν τυραννικῶν προσταγμάτων, ἀφοῦ χάνουν τὰ ὅσα οἱ ὀθωμανοὶ τοὺς ἁρπάζουσι καὶ τὰ ὅσα δίδουσι τῶν καλογήρων, μόλις ἠμποροῦσι νὰ ζήσωσι ἀπ᾿ ὅσα τοὺς μένουσι [36].

Ἀλλά, πῶς νὰ παραιτήσω τὰς καθημερινὰς ἀγγαρείας ὁποὺ ὑποφέρουσι! Ὦ οὐρανέ, πῶς δὲν κατακαίεις μὲ τοὺς κεραυνούς σου τόσα βδελυρὰ τέρατα, ὁποὺ μιαίνουν καὶ ἀφανίζουν τὸ ἀνθρώπινον γένος! Δὲν εἶναι χωρίον, ὦ ἀγαπητοί, καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἐπικράτειαν τοῦ τυράννου τῶν Ἰωαννίνων, ὁποὺ καθ᾿ ἑκάστην νὰ μὴν πέμπῃ τὸ ἓν τρίτον τῶν κατοίκων του, διὰ νὰ δουλεύῃ εἰς τὰ ἀνωφελῆ καὶ πολυέξοδα κτίρια τοῦ τυράννου, χωρὶς ἄλλην ἀνταμοιβήν, εἰμὴ ραβδίσματα καὶ πολλάκις θάνατον [37]. Τοιαύτην λοιπὸν θλιβερὰν καὶ ἀνυπόφορον ζωὴν διάγουσιν οἱ χωριάτες τῆς ἑλληνικῆς γῆς, καί, βέβαια, πολλὰ χειροτέραν ἀπ᾿ ὅ,τι σᾶς τὴν παρέστησεν ἡ διήγησίς μου.

Ἀλλά, τί νὰ εἰπῶ, διὰ τοὺς πολίτας; Ἔ, αὐτοὶ χωρὶς νὰ ἔχουν ὀλιγοτέρους κόπους καὶ μόχθους ἀπὸ τοὺς χωριάτας, ἔχουν τὰ βάσανα, καὶ περισσότερα καὶ φοβερώτερα, ἀπὸ αὐτούς. Οἱ τεχνῖται, λοιπόν, δουλεύουν σχεδὸν 18 ὥρας τὸ ἡμερόνυκτον, καὶ ποτὲ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀναπληρώσουν τὰς ἀναγκαίας χρείας των. Οἱ προεστοὶ μὲ τὰ ἄδικα δοσίματα, ὁποὺ τοὺς ἐπιφορτώνοσι, τοὺς ἁρπάζουσιν, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, τὸν ὀλίγον καρπὸν τῶν ἱδρώτων των, τὸ πλῆθος τῶν ἑορτῶν καὶ αἱ ἀγγαρεῖαι τοὺς ἐμποδίζουσιν, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, κάθε περισσότερον κέρδος, ὁποὺ ἤθελαν ἠμπορέσει νὰ κάμωσι, καὶ ἀνάμεσα εἰς τόσας χιλιάδας, ὅταν τινὰς φθάσῃ νὰ ἀναπληρώσῃ τὰς χρείας του μὲ ὅσον κέρδος τοῦ μένει, νομίζεται πολλὰ εὐτυχής.

Πρόσθες ἀκόμη τὰ ἀνυπόφορα κακά, ὁποὺ καθημερινῶς δοκιμάζουσιν ἀπὸ τοὺς ἀχρείους ἐπιστάτας τοῦ τυράννου, οἱ ὁποῖοι, μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν, καὶ χωρὶς συνείδησιν, ἐπιφορτώνοσιν εἰς τοὺς ἄλλους τὰ βάρη τοῦ μέρους των, καὶ αὐτοὶ μένουν ἀσύδοτοι. Ἐκεῖνοι, λέγω, οἱ ἄφρονες καὶ μωροὶ ἄνθρωποι, ὁποὺ κράζονται προεστοὶ καὶ ἄρχοντες, οἵτινες, ἀπὸ τὴν βρωμερὰν συνήθειαν, ἔχασαν σχεδὸν καὶ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ ἄκραν ἀναισχυντίαν δὲν διστάζουσιν ἀπὸ τὸ νὰ ἀρνῶνται, ποτὲ μέν, τὰς ποσότητας τῶν πληρωμῶν, ποτὲ δέ, νὰ ξαναζητῶσι ἐκεῖνο, ὁποὺ ἔλαβαν ἤδη, καὶ τὸ χειρότερον νὰ καυχῶνται, εἰς τὸ νὰ δεικνύωνται πιστοὶ ὀπαδοὶ καὶ δοῦλοι τοῦ τυράννου ἑκούσιοι. Ἔ, σκληροὶ καὶ ἀναιδέστατοι ἄνθρωποι, ταχέως θέλετε μετανοήσει, ναί, θέλετε μετανοήσει καὶ θέλετε κλαύσει πικρῶς διὰ τὰς κακοεργίας σας.

Ποῦ νομίζετε, ὦ ἀγαπητοί μου Ἕλληνες, νὰ στέλνωσι, διὰ νὰ κατοικήσωσι, αὐτοὶ οἱ ἀπάνθρωποι καὶ ἀναιδέστατοι ἄρχοντες ἐκείνους τοὺς δυσώδεις καὶ βρωμεροὺς Ἀλβανίτας ἢ ἄλλης ἐπαρχίας ὀθωμανούς, ὁποὺ ὁ κάθε τύραννος βαστᾶ διὰ τὴν φύλαξίν του, καὶ μάλιστα εἰς τὴν Θετταλίαν καὶ Ἤπειρον; Ἴσως εἰς ὀσπίτια καμωμένα ἐξεπίτηδες, ἴσως εἰς τὰ εὐρύχωρα μετόχια τῶν μοναστηρίων, ἴσως εἰς τὰ μεγάλα παλάτια των, ἴσως ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἢ εἰς ἔρημά τινα κτίρια, ἤ, τέλος πάντων, εἰς τὰ μοναστήρια; Οὐχί, οὐχί, ἀγαπητοί μου, μὴν προσμένετε τόσην κρίσιν ἀπὸ τὸν μεμεθυσμένον τους δουλικὸν νοῦν· αὐτοὶ ἐκλέγουσι καὶ πέμπουσιν αὐτοὺς τοὺς αἱμοβόρους λύκους εἰς τὰ ὀσπίτια, ὅπου εὑρίσκονται γυναῖκες καὶ κοράσια.

 Καθείς, ὦ ἀγαπητοί μου, καθεὶς ἀπὸ ἐσᾶς ἠμπορεῖ εὐκόλως νὰ καταλάβῃ τὰς φοβερὰς ἐξακολουθήσεις. Ἐγὼ δέ, ἀπὸ τὴν δικαίαν μου ἀγανάκτησιν, ἡ χείρ μου τρέμει καὶ ἡ ὅρασις μου ἐθάμπωσε, οὔτε πλέον ἠμπορῶ νὰ ἐπαριθμήσω τὰς δυστυχίας τῶν Ἰωαννίτων καὶ ὅλων τῶν Θετταλῶν, χωρὶς ἀπὸ τὸν θυμόν μου νὰ εἰπῶ, βέβαια, ὀλιγότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἀνήκουσι ἐκείνων τῶν μωροαρχόντων ἀλλ᾿ ἴσως περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ χρηστοήθεια καὶ τὸ ὁμογενὲς μὲ διδάσκουσι.

Ἂν ἐγώ, ὅμως, σιωπῶ, δὲν θέλουσι σιωπήσει αἱ τρομασμέναι μητέρες, ὁποὺ μετὰ δακρύων καὶ γονυκλιτῶς ἔμπροσθεν αὐτῶν τῶν ἀχρείων τεράτων ματαίως δέονται καθ᾿ ἑκάστην, σπανίως δὲ ἐκεῖνοι καταδέχονται νὰ τὰς ἀκροασθῶσι, καὶ πολλάκις, ἀντὶς νὰ τὰς παρηγορήσωσι, τὰς ἐπιπλήττουσι καὶ μὲ βίαν τὰς ἐκβάλλουσιν ἔξω, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς δώσωσι τὴν παραμικρὰν βοήθειαν [38]. Ἂν ἐγὼ σιωπῶ, βέβαια, τὰ κρεμνισμένα ὀσπίτια τῶν ταλαιπώρων Θετταλῶν καὶ Ἠπειρωτῶν, τὰ ξεσχισμένα στολίδια τῶν ὀσπιτίων των, αἱ αἱματωμέναι ὁδοὶ καὶ τείχη τῶν πόλεων ἀρκετῶς ὁμιλοῦσι εἰς τὰς ὁράσεις, ὄχι μόνον τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων ξένων. Ἂν ἐγὼ σιωπῶ, ἀκούονται ὅμως οἱ ἀναστεναγμοὶ τῶν δυστύχων πατέρων, οἵτινες, ἀφοῦ δὲν δύνανται νὰ κερδίσωσι τὴν ζωοτροφίαν των, οὔτε νὰ ἐνδυθῶσι μὲ τὸν καρπὸν τῶν ἱδρώτων των, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀφήσουν εἰς τὴν φαμελίαν των δέκα ὀθωμανοὺς καὶ ἄλλα τόσα ἄλογα, καὶ αὐτοὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ὄχι ὀλίγας φοράς, εἰς θάνατον. Ἂν ἐγὼ σιωπῶ, θέλει λαλήσουν τὰ ἀθῶα στόματα τῶν τρομασμένων κορασίδων καὶ πεφοβισμένων ἐφήβων. Καὶ ἂν ἐγώ, τέλος πάντων, δὲν τοὺς δηλοποιῶ τὸ τέλος των, τὰ παραδείγματα καὶ αἱ ἱστορίαι ὅλου τοῦ κόσμου μὲ μεγάλην σαφήνειαν τοὺς τὸ προλέγουσι, καὶ ἀρκετὰ ἠμποροῦσαν νὰ τὸ προϊδῶσι μόνοι των, ἂν ἄξιοι κρίσεως καὶ συλλογισμοῦ ἦτον τοιαῦτα τέρατα.

Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, οἱ τεχνῖται πῶς ζῶσι, καὶ μὴν νομίσετε ὅτι ἐννοῶ διὰ μόνον τοὺς Ἰωαννίτας. Αὐτοὶ δὲν εἶναι δυστυχέστεροι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ὁ τύραννός των εἶναι κακοηθέστατος. Ἀλλὰ εἰς ὅλας τὰς πολιτείας τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους εὑρίσκεται ἡ αὐτὴ διοίκησις, ὁ αὐτὸς τρόπος, αἱ ἰδίαι αἰτίαι, καὶ τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα. Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὴν κλάσιν τῶν πραγματευτῶν, λέγω, ἐκείνων, ὁποὺ πωλῶσι διάφορα εἴδη εἰς τὰ ἐργαστήριά των, διότι περὶ τῶν ταξιδευόντων περαιτέρω ρηθήσεται. Ἀλλὰ τί ἠμπορῶ νὰ εἰπῶ δι᾿ αὐτούς, χωρὶς νὰ ξαναειπῶ τὰ ἴδια προλεχθέντα διὰ τοὺς τεχνίτας;

Αὐτοὶ βασανίζονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν κακὴν τύχην, μάλιστα δὲ αἱ δυστυχίαι των αὐξάνουσιν ἀναλόγως μὲ τὰς ὑποθέσεις των. Αὐτοὶ καθ᾿ ἑκάστην δίδοσι τῷ τυράννῳ τόσας ποσότητας ἀπὸ κάθε εἶδος πραγματείας, ὁποὺ ἔχουσι, αὐτοὶ πληρώνοσι βαρύτατα δοσίματα, αὐτοὶ ὑποφέρουσι μὲ μεγαλειτέρας ζημίας εἰς τὰ ὀσπίτιά των πάντοτε τοὺς βρωμεροὺς Ἀλβανίτας [39]. Αὐτοὶ εἰς φυλακήν, αὐτοὶ εἰς ἀγγαρείας [40]. Αὐτοὶ τέλος πάντων εἶναι ὑποκείμενοι εἰς ὅλα τὰ χειρότερα κακά, ὁποὺ ἠμπορεῖ τινὰς νὰ στοχασθῇ. Πολλάκις ἡ τύχη τοὺς κατατρέχει καὶ εἰς τὰς ἐμπορικάς των ἐπιχειρήσεις, καὶ πολλοὶ ἀπεθνήσκουν εἰς τὴν φυλακήν.

Ποῖος ἐμβαίνει εἰς μίαν πολιτείαν τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν αἰσθάνεται μίαν ψυχρότητα εἰς τὴν καρδίαν του, ἀκούοντας πανταχόθεν νὰ ἐξέρχεται τὸ ἒ καὶ τὸ ἀλλοίμονον! Τί ἄλλο ἀκροάζεται ἕνας ξένος, πάρεξ ἀναστεναγμούς; Τί ἄλλο βλέπει ὁ Ἕλλην, εἰμὴ δάκρυα; Τί ἄλλο εὑρίσκεται, τέλος πάντων, εἰς τοὺς Ἕλληνας, εἰμὴ λύπη, φόβος, φυλακὴ καὶ θάνατος; Ἕνα γενικὸν μουρμούρισμα λύπης, μία σιωπὴ ἀπελπισίας κυριεύει ὅλων τὰς καρδίας. Καὶ πολλῶν ἡ ἀδυναμία μιᾶς δικαίας ἐκδικήσεως καὶ ἡ πολλὰ αἰσθαντική των καρδία φθείρει τὴν ζωὴν καὶ θνήσκουν ἀπελπισμένοι. Ἡ πτωχεία, τέλος πάντων, ὡς μία ἀδιάκοπος μικρὴ θέρμη, ἀδυνατίζει τὸ πλέον ὑγιὲς σῶμα. Οὕτως καταβάλλει τὴν γενναιότητα καὶ σταθερότητα τῶν δυστύχων πατέρων καὶ θαμπώνει τὸ πνεῦμα τῶν τέκνων.

Πῶς στοχάζεσαι τώρα, ὦ ἀναγνῶστα, νὰ ζῶσιν οἱ ἀγαπητοί μας Ἕλληνες, αὐτοὶ οἱ γλυκύτατοί μας ἀδελφοί; Ἴσως δὲν τὸ ἀγνοεῖς, καὶ ἴσως μαζύ μου συγκλαίεις καὶ ἐσὺ τὰς κοινὰς ἑλληνικάς μας δυστυχίας. Πλήν, μ᾿ ὅλον τοῦτο, δὲν θέλω σιωπήσει ἐγώ, ξαναενθυμῶντας σου τὸν τρόπον τῆς δυστυχεστάτης καὶ πτωχικῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ τὸ νὰ εὐφημίσω τὴν ἀγαθὴν καρδίαν καὶ τὴν φιλανθρωπότητα τῶν εὐεργέτων τῆς Ἑλλάδος.
***
Ἐξαιρῶντας, λοιπόν, ὅλους τοὺς προεστῶτας, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τοὺς προδότας, καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀχρειεστάτους σκλάβους καὶ ὀπαδοὺς τῶν κατὰ μέρος τυράννων τῆς Ἑλλάδος, οἱ λοιποὶ σχεδὸν ἅπαντες ἀναπληροῦσι εἰς τὰς χρείας των ἀπὸ εὐεργεσίας ἐκείνων τῶν ὀλίγων Ἑλλήνων, οἵτινες καὶ ἐν τῇ πατρίδι, καὶ πόρρω αὐτῆς, ὅταν εὑρίσκωνται, δὲν παύοσι ἀπὸ τὸ νὰ βοηθῶσι καθ᾿ ἑκάστην τοὺς συμπατριῶτας των, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς παρηγορῶσι μὲ ἔξαφνα χαρίσματα, καὶ τέλος πάντων, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς στολίζωσι τὸ πνεῦμα μὲ τὰ σχολεῖα, ὁποὺ ἐξ ἰδίων των ἔκτισαν καὶ φυλάττουσι.

Συγχωρήσετέ με, ὦ ἄνδρες γενναιότατοι καὶ φιλεύσπλαγχνοι, ἂν μία μεγάλη αἰτία μ᾿ ἐμποδίζῃ ἀπὸ τὸ νὰ ἐκθέσω εἰς τοῦτον μου τὸν λόγον τὰ ἔνδοξα ὀνόματά σας· ἡ εὐγνωμοσύνη μου ὅμως ὡς Ἕλλην, καὶ τὸ χρέος τῶν συναδελφῶν μας, ἐντὸς ὀλίγου θέλουν ἐνεργήσει, διὰ νὰ ἐγχαράξουν μὲ χρυσᾶ ψηφία τοιοῦτον κατάλογον εἰς τοὺς ναοὺς τῆς Ἑλλάδος, καθὼς καὶ τώρα τὸν φυλάττουσι ἐγκεχαραγμένον εἰς τὰς καρδίας των. Δὲν μένει τώρα ἄλλη κλάσις, εἰμὴ τῶν ταξιδιώτων, ὁποὺ νὰ ζητῇ ἐξήγησιν, ἀλλὰ περὶ αὐτῶν, ὡς προεῖπον, θέλω ὁμιλήσει παρεμπρός, καὶ τελειώνω τοιαύτην θλιβερὰν διήγησιν μὲ μίαν γλυκεῖαν παρατήρησιν, ὁποὺ σᾶς παρακαλῶ νὰ κάμητε εἰς τὸ ἑλληνικὸν γένος, διὰ κοινήν μας χαράν.

Ἡ τυραννία, ὦ Ἕλληνες – καὶ ὁποία τυραννία! – δὲν ἐδυνήθη νὰ ἐξαλείψῃ ἀπὸ τὸ γένος μας τὰ χαρακτηριστικά του σημεῖα, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως. Ἡ σταθερότης καὶ ἡ φιλευσπλαγχνία σώζονται εἰς ὅλους τοὺς Ἕλληνας καὶ ἡ ἀρετὴ λάμπει ἀνάμεσα εἰς τὸν βόρβορον τῆς τυραννίας [41]. Ὦ ἀρετή, ὦ θεῖον καὶ ἱερὸν δῶρον! Σύ, ὁποὺ καταπρααίνεις τὰ ἄλογα πάθη. Σύ, ὁποὺ συνοδεύεις διὰ παντὸς μὲ τὴν ψυχὴν εἰς μίαν ἥσυχον καὶ γαληνὴν ἀνάπαυσιν. Σύ, ὁποὺ καθιστᾶς τὸν ἄνθρωπον εὐτυχῆ, ἀποκαθιστῶντας του ὀλίγας τὰς χρείας· ὁποὺ τὸν ἀρματώνεις ἐναντίον εἰς τὰς καταδρομὰς τῆς τύχης, καὶ τὸν καθιστᾶς ἀδιάφορον εἰς τὰς εὐτυχίας. Σύ, ὁποὺ ὑψώνεις τὴν ἀνθρωπίνην οὐτιδανότητα καὶ κατασταίνεις τὸν ἄνθρωπον ἀνώτερον τοῦ εἶναι του. Σύ, ὁποὺ χαρακτηρίζεις καὶ καταστεῖς ἀμετάτρεπτον τὸν ἐνάρετον. Ναί, ὁ ναός σου δὲν εἶναι ἐσφαλισμένος εἰς τὴν ὑποδουλωμένην Ἑλλάδα! Σύ λατρεύεσαι ἀπὸ τοὺς εὐεργέτας τοῦ γένους.

Αὐτοὶ σὲ τιμοῦσι μὲ τὰ καθημερινὰ δῶρα, ὁποὺ προσφέρουσιν εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἐγὼ τοὺς τὸ κοινοποιῶ διὰ δόξαν μας. Ἀλλ᾿ ἐσεῖς, ὦ εὐεργέται, νομίζετε νὰ ἐκπληροῦται τὸ χρέος σας διὰ τῶν εὐεργεσιῶν σας μόνον; Οὐχί, ἀγαπητοί μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι κόλαξ, διὰ νὰ σιωπήσω τὸ τί πρέπει νὰ κάμετε, καὶ ἐσεῖς ἀγαπᾶτε ἀρκετῶς τὴν ἀρετὴν, διὰ νὰ σᾶς κακοφανῇ ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ μείνητε εἰς τὸ λάθος σας. Ἡ ἀρετή, ὦ ἀδελφοί μου, τόσον διαφέρει ἀπὸ τὴν κακίαν, ὡς ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατον. Καθὼς λοιπὸν ἀνάμεσα ζωῆς καὶ θανάτου, δὲν εὑρίσκεται μέσος ὅρος, οὔτε ἀνάμεσα ἀρετῆς καὶ κακίας ἠμπορεῖ νὰ εὑρεθῇ, καὶ ἐξακολούθως δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινάς, οὔτε ὅτι ὁ δεῖνας εἶναι περισσότερον ἀπεθαμένος ἀπὸ τὸν δεῖνα ἀπεθαμένον, οὔτε ὅτι ὁ ἕνας ἐναρετώτερος ἀπὸ τὸν ἄλλον ἐνάρετον [42].
***
Ἐνάρετος, ὦ εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος, εἶναι μόνον ἐκεῖνος, ὁποὺ θέλοντας νὰ ζήσῃ εἰς πολλούς – δηλαδὴ ὠφελῶντας τοὺς συναδέλφους του, νὰ ἀθανατίσῃ τὸ ὄνομά του, καὶ διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, νὰ ζῇ καὶ ἀποθαμένος – κάμνει ὄχι ὅσον θέλει, ἀλλ᾿ ὅσον πρέπει, καὶ ὄχι ἐκεῖνο ὁποὺ εἰς οὐδὲν τὸν ἐγγίζει [43], ἀλλ᾿ ἐκεῖνο, ὁποὺ εἶναι ἀναγκαῖον, προκρίνοντας πάντοτε τὸ κοινὸν ὄφελος, χωρὶς νὰ στρέψῃ τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὴν μικρὰν ἢ μεγάλην ζημίαν, ὁποὺ ἤθελε τοῦ προξενήσει ἓν ἔργον του ἐνάρετον.

Εἰς τὰς νομαρχικὰς διοικήσεις, εἰς τὰς ὁποίας ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ κυρία βάσις καὶ τὸ θεμέλιον ὅλης τῆς πολιτικῆς διαγωγῆς, ὁ ἐνάρετος κάμνει ὅσον πρέπει, καὶ ποτὲ δὲν ζημιοῦται, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν συγχωρεῖ ἡ ὀρθὴ διοίκησις ξεχώρισιν ἀπὸ τὰς μερικὰς εἰς τὰς κοινὰς ὑποθέσεις, καθὼς εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος μου λόγου ἀρκετῶς ἀπεδείχθη. Καὶ ἐξακολούθως, ὁ ἐνάρετος κάμνοντας ὅ,τι τὸν διδάσκει ἡ ἀρετή, κάμνει πρῶτον μὲν τὸ χρέος του ὡς πολίτης, καὶ δεύτερον, ὠφελῶντας τοὺς ἄλλους· ἡ ἕνωσις, ὁποὺ εὑρίσκεται ἀναμεταξὺ εἰς ὅλους τοὺς πολίτας, κάμνει νὰ ὠφελῆται καὶ ὁ ἴδιος.

Πολλὰ διαφορετικὸν εἶναι ὅμως τὸ πρᾶγμα εἰς τὰς τυραννικὰς διοικήσεις, ὅταν καμμίαν φορὰν ἐμφανίζεται ἡ ἀρετή – τὸ ὁποῖον, ἀγκαλὰ καὶ σπανίως, πλὴν ἀκολουθεῖ, καὶ εἰς κάθε τόσον εὑρίσκονται μερικοὶ ἐνάρετοι διὰ τιμὴν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ διὰ μεγαλειτέραν ἐλπίδα μιᾶς ταχέας ἐπανορθώσεως ἐκείνου τοῦ γένους, ὁποὺ τυραννεῖται [44] – ὡσὰν ὁποὺ ἡ τυραννία ἔχει διὰ βάσιν καὶ θεμέλιον τὴν ἀνομοιότητα καὶ τὴν ἀδικίαν. Ὅσοι δοῦλοι εἶναι, τόσαι διαιρέσεις εὑρίσκονται, καὶ εἰς τὸ λεξικὸν τῆς δεσποτείας ἡ λέξις «ἕνωσις» δὲν εὑρίσκεται. Ὅθεν, εἶναι φανερὸν, ὅτι ἕνας ἐνάρετος ὑπὸ τῆς δουλείας πρέπει ἐξ ἀνάγκης νὰ πάσχῃ, καὶ ἐξακολούθως, ὅποιος δὲν πάσχει ὑπὸ τῆς δουλείας, δὲν εἶναι ἐνάρετος.

Καλὸν ἤθελεν ἦτον, ὦ Ἕλληνες, ἂν οἱ ἐνάρετοι τῆς Ἑλλάδος δὲν ἤθελον ὑποφέρει, ἀλλά, κάμνοντες τὸ χρέος των, ἤθελον ὠφελήσει τοὺς ἄλλους καὶ τὸν ἑαυτόν τους. Πλὴν αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον νὰ θεωρηθῇ, ἕως ὁποὺ ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται ὑπὸ τυραννίας. Ἂς ὑποφέρωσι λοιπὸν ὡς φιλογενεῖς καὶ φιλελεύθεροι, καὶ ἂς μάθωσιν ὅτι, ὅποιος ἠμπορῶντας νὰ ὠφελήσῃ περισσότερον, ὠφελεῖ ὀλιγότερον, δὲν εἶναι ἐνάρετος.

Ἐγὼ ἔλαβα τὴν εὐχαρίστησιν νὰ γνωρίσω ἀρκετοὺς ἐναρέτους Ἕλληνας καὶ εὐεργέτας τῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων ἡ φιλευσπλαγχνία καὶ ἡ καλὴ καρδία, δὲν μοῦ συγχωροῦσι νὰ τοὺς κράξω μὴ ἐναρέτους, ὄντας βέβαιος ὅτι, ἂν δὲν κάμνουσι εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅσον ἔπρεπε καὶ ὅσον ἠμποροῦσαν, ἡ μόνη αἰτία εἶναι, ὁποὺ δὲν γνωρίζουσι ἐκεῖνο, ὁποὺ ἔπρεπε νὰ κάμωσι, ἐπειδή, ὦ Ἕλληνες, δὲν εἶναι δύσκολον εἰς ἕνα καλὸν ἄνθρωπον νὰ κάμῃ ἓν καλὸν ἔργον τόσον, ὅσον εἶναι δύσκολον νὰ τὸ κάμῃ καλῶς καὶ καθὼς πρέπει. Ὅθεν, παρεμπρός, θέλω φανερώσει πρὸς τοὺς εὐεργέτας τῆς Ἑλλάδος τὸ τί πρέπει νὰ κάμωσι, καὶ ἐλπίζω ὡς ἐνάρετοι, ὁποὺ εἶναι, νὰ κάμωσι τὸ χρέος των, καθὼς τυχαίνει, διὰ νὰ ἀποκαθιστῶσι ἄξιοι τῆς ἀρετῆς.

Ἡ εὐεργεσία εἶναι ἀναντιρρήτως τὸ χρηστότερον ἔργον ἑνὸς ἐναρέτου πλουσίου, ἀλλά, ἀγαπητοί μου Ἕλληνες, ὁποῖον ὄφελος προξενεῖ εἰς τοὺς Ἕλληνας τὴν σήμερον; Ἂν μέχρι τοῦδε τοὺς ὠφέλησε, φεῦ! τώρα αὐτὸ τὸ χρηστὸν ἔργον, ἀντὶς νὰ ὠφελήσῃ, βλάπτει, καὶ ἄλλο δὲν προξενεῖ εἰς τοὺς Ἕλληνας, εἰμὴ μόνον μίαν ἐπιζήμιον παρηγορίαν καὶ τοὺς κάμνει νὰ μένουν πάντοτε ἀκίνητοι ὑπὸ τῆς τυραννίας. Οἱ χρείαν ἔχοντες, ἀφοῦ εὐεργετηθοῦν, ὑποφέρουν περισσότερον, καὶ ὅσον περισσότερον εὐεργετοῦνται, τόσον ὀλιγότερον τοὺς βαρύνει ἡ τυραννία. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ἓν καλόν, ὁποὺ γίνεται εἰς τόπον ἑνὸς μεγαλειτέρου καλοῦ, προξενεῖ τὸ χειρότερον κακόν, ὁποὺ ἠμποροῦσε νὰ προξενήσῃ τῆς Ἑλλάδος [45].

Οἱ εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος, λοιπόν, ἂς μὴ νομίζωσι, ὅτι ὠφελοῦσιν, ὅσον πρέπει τὴν πατρίδα των, εὐεργετῶντας τινὰς Ἕλληνας. Ἡ Ἑλλὰς βλάπτεται, ἡ κοινὴ ἐλπὶς ὀλιγοστεύει, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τὸ ἑλληνικὸν γένος, ἂν οἱ εὐεργέται του δὲν ἀλλάξωσι σκοπόν, καὶ δὲν μεταχειρισθῶσιν εἰς ἄλλον τρόπον τὰς εὐεργεσίας των [46]. Κάτωθι λοιπὸν θέλω ἀποδείξει, ὡς προεῖπον, τὸ τί πρέπει νὰ κάμωσι, διὰ νὰ ἐξαλείψουν τὰς χρείας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, καὶ νὰ ἀποκαταστήσουν ἀχρήστους τὰς εὐεργεσίας των μὲ τὴν ἰδίαν εἰλικρινότητα, ὁποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ γένους μου καὶ ὁ θεῖος ἔρως τῆς πατρίδος μὲ διδάσκουσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου